- ἐκτίκτω
- V 0-0-1-0-0=1 Is 55,10to bring forth
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
εκτίκτω — ἐκτίκτω (Α) 1. τίκτω, γεννώ (α. «τὰ μὲν οὖν θήλεα χαλεπώτατα, ὅταν ἐκτέκωσι πρῶτον» Αριστ. β. «Ζαχαρίας Ίωάννην ἐκτέτοκεν», Μηναία, Ωδή 3) 2. μτφ. διαμορφώνω γνώμη … Dictionary of Greek
προεκτίκτω — Α γεννώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκτίκτω «γεννώ»] … Dictionary of Greek
συνεκτίκτω — Α γεννώ συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκτίκτω «γεννώ, τίκτω»] … Dictionary of Greek